αλαγάριστος

αλαγάριστος
-η, -ο
ακαταστάλαχτος, θολός: Το κρασί, αλαγάριστο ακόμη, ήταν θολό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”